πετ(ι)μέζι

πετ(ι)μέζι
το
(λ. τουρκ.)
1. πυκνόρρευστο σιρόπι.
2. γλυκό κουταλιού.
3. κομπόστα από μούστο, αλλιώς ρετσέλι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”